τηλεφωνώ
Look at other dictionaries:
τηλεφωνώ — έω, Ν 1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο 2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τηλεφωνώ — τηλεφώνησα, τηλεφωνήθηκα 1. επικοινωνώ με το τηλέφωνο. 2. πληροφορώ με το τηλέφωνο: Τηλεφώνησέ μου τα νεότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… … Dictionary of Greek
τηλεφώνημα — το, Ν τηλεπ. συνομιλία μέσω τηλεφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Η λ., στον πληθ. τηλεφωνήματα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τηλεφωνάω — / τηλεφωνώ, τηλεφώνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής